σκούτλωση

σκούτλωση
η / σκούτλωσις, -ώσεως, Α [σκουτλῶ]
1. επένδυση επιφάνειας με μικρές χρωματιστές ψηφίδες, κατασκευή ψηφιδωτού
2. επένδυση τοίχων με μαρμάρινες πλάκες, κυρίως έγχρωμες, ορθομαρμάρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”